- διελέγετο
- διαλέγωpick outimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Biblical Sabbath — For other uses, see Shabbat, seventh day Sabbath, and first day Sabbath. Contents 1 Textual tradition 1.1 Tanakh 1.1.1 Law … Wikipedia
εναύω — (I) ἐναύω (Α) δίνω φωτιά, επιτρέπω σε κάποιον ν ανάψει φωτιά («οὔτε οἱ πῡρ οὐδείς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο», Ηρόδ.) 2. μέσ. α) παίρνω φωτιά, ανάβω, δέχομαι φλόγα («οὔ φασι δεῑν ἀπό ἑτέρου πυρός ἐναύεσθαι», Πλούτ.) β) μτφ. παίρνω κάτι με… … Dictionary of Greek
όθριζε — ὄθριζε (Α) (κατά τον Ησύχ.) «διελέγετο» … Dictionary of Greek